Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η συνείδηση του καθήκοντος

  • 1 чувство

    чувство с в разн. знач. το αίσθημα; \чувство долга η συνείδηση του καθήκοντος; без чувств αναίσθητος; лишиться чувств λιποθυμώ· привести в \чувство συνεφέρνω
    * * *
    с в разн. знач.
    το αίσθημα

    чу́вство до́лга — η συνείδη ση του καθήκοντος

    лиши́ться чувств — λιποθυμώ

    привести́ в чу́вство — συνεφέρνω

    Русско-греческий словарь > чувство

  • 2 чувство

    чувство
    с в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:
    органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > чувство

  • 3 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 4 сознание

    сознание
    с
    1. ἡ συνείδηση [-ις]:
    классовое \сознание ἡ ταξική συνείδηση:
    затемненное \сознание θολωμένο μυαλό, σαλεμένο λογικό· \сознание долга τό αίσθημα τοῦ χρέους, ἡ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος·
    2. (чувство) οἱ αίσθήσεις, ἡ συναίσθηση [-ις]:
    потерять \сознание χάνω τίς αίσθήσεις· прийти в \сознание συνέρχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сознание

См. также в других словарях:

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… …   Dictionary of Greek

  • ευσυνειδησία — η (ΑΜ εὐσυνειδησία) [ευσυνείδητος] τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. συναίσθηση τού καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση τού καθήκοντος μσν. αρχ. ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»